REASONLESS - ορισμός. Τι είναι το REASONLESS
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι REASONLESS - ορισμός


Reasonless      
·adj Destitute of reason; as, a reasonless man or mind.
II. Reasonless ·adj Void of reason; not warranted or supported by reason; unreasonable.
reasonable         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Reasonable (disambiguation)
adj.
1) reasonable about (let's be reasonable about this)
2) reasonable to + inf. (it is not reasonable to demand so much from them)
reasoning         
  •  Dan Sperber believes that reasoning in groups is more effective and promotes their evolutionary fitness.
  • René Descartes
  • [[Francisco de Goya]], ''[[The Sleep of Reason Produces Monsters]]'' (''El sueño de la razón produce monstruos''), c. 1797
THE CAPACITY OF CONSCIOUSLY MAKING SENSE OF THINGS, APPLYING LOGIC, AND ADAPTING OR JUSTIFYING PRACTICES, INSTITUTIONS, AND BELIEFS BASED ON NEW OR EXISTING INFORMATION
Reasoning; Reasoned; Reason (philosophy); Formal reasoning; Reason (logic); Ratiocination; Insight learning; Rational argument; Historical reasons; Historical reason; Rational capacity; History of reasoning; Unreasonable; Discursive reason; Natural reason; Logical reason; Human reason; Method of reasoning; Philosophical reason; Meta-reasoning; Philosophic reason; Discursive reasoning; Foundations of reasoning; Evolution of reason
n.
1) cogent, logical, plausible, solid, sound reasoning
2) faulty; shrewd; specious reasoning
3) deductive; inductive reasoning
4) reasoning that + clause (her reasoning that the crime had been committed elsewhere proved to be true)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για REASONLESS
1. And they don‘t have depression, they have fear; depression is reasonless suffering, and with dogs, there‘s always a reason.